- ἀνδρειοτάτας
- ἀνδρειοτάτᾱς , ἀνδρεῖοςoffem acc superl plἀνδρειοτάτᾱς , ἀνδρεῖοςoffem gen superl sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.